- μινουέτο
- τοτο μενουέτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. minuetto (βλ. μενουέτο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… … Dictionary of Greek